Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

"Ο Εραστής της Κομμώτριας" (Le Mari de la coiffeuse)


O αείμνηστος Γιώργος Τζιώτζιος είχε γράψει κάποτε στο "Σινεμά" πως όταν πετυχαίνει κάποια παλιά αγαπημένη του ταινία στην τηλεόραση είναι σα να συναντάει τυχαία στο δρόμο έναν παλιό καλό του φίλο. Στην περίπτωση του "Εραστή της Κομμώτριας" όμως το αίσθημα μοιάζει περισσότερο με αυτό που βγαίνει στηην επιφάνεια όταν συναντάμε μια παλιά ερωμένη, μοιραζόμαστε ξανά λίγες στιγμές πάθους μαζί της και επιστρέφουμε πίσω στη ρουτίνα μας μ'ένα γλυκόπικρο αίσθημα νοσταλγίας.
 Μακριά από το αγριεμένο πλήθος, τις ακατάσχετες φλυαρίες και τις βαθυστόχαστες αμπελοφιλοσοφίες που ενίοτε χαρακτηρίζουν το γαλλικό σινεμά, ο Πατρίς Λεκόντ δημιούργησε ένα σπάνιο φιλμικό διαμάντι διηγούμενος μια τόσο απλή, μα και τόσο δυνατή ερωτική ιστορία.

Κινηματογραφώντας μια ιστορία αγάπης και σεξουαλικής εμμονής, ο Λεκόντ φροντίζει να απομονώσει τους ήρωες του από τον έξω κόσμο και τις ανούσιες παρεμβάσεις του. Το κομμωτήριο όπου περνούν όλη τους τη μέρα οι πρωταγωνιστές μας, ο Αντουάν και η Ματίλντ,  μετατρέπεται στο κάστρο τους. Μόνο οι λιγοστοί πελάτες διακόπτουν την καθημερινή ρουτίνα τους, η οποία εξαντλείται στο να απολαμβάνει ο ένας την παρουσία του άλλου. Στον κόσμο του ζευγαριού αυτού δεν υπάρχουν φίλοι, συγγενείς, συνάδελφοι. Ελάχιστα πράγματα θα μάθουμε για το παρελθόν τους. Θα τους αποδεχτούμε όπως είναι, χωρίς όρους και αναστολές, ακριβώς όπως αποδέχονται εκείνοι ο ένας τον άλλο, όπως συμβαίνει σε κάθε αληθινό έρωτα.

 Πολύτιμοι αρωγοί στην προσπάθεια του Γάλλου σκηνοθετη είναι ο Εντουάρντο Σέρα (διευθυντής φωτογραφίας) και ο Μάικλ Νάιμαν (συνθέτης). Ο πρώτος κινηματογραφεί την Άννα Γκαλιένα (Ματίλντ) με τέτοιο φετιχιστικό τρόπο, ώστε μας πείθει πως πρόκειται για την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Ο δε Νάιμαν ντύνει ιδανικά με τις μινιμαλιστικές του μελωδίες μια ιστορία εξίσου λιτή και απέριττη. Σε αυτή την ταινία άλλωστε οι διάλογοι μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Τα πιο σημαντικά πράγματα λέγονται με τα μάτια, τις εκφράσεις του προσώπου, τις χειρονομίες.

Στον ρόλο του Αντουάν ο Ζαν Ροσφόρ, ένας από τους ηθοποιούς-χαμαιλέοντες του γαλικού σινεμά, ξεπερνά το εμπόδιο του άλα-Αστερίξ παρουσιαστικού του και δίνει την ερμηνεία της ζωής του. Με μια χαρισματική και σίγουρη παρουσία που θα ζήλευαν πολλοί γόηδες του Χόλιγουντ, μετατρέπει ένα περίεργο και εν δυνάμει γλοιώδη χαρακτήρα σε προσωποποίηση του ρομαντικού πάθους. Όποιος μείνει ασυγκίνητος από την παρουσία του στην τελευταία σκηνή καλό θα ήταν να επισκεφτεί κάποιον γιατρό για να διαπιστώσει μήπως η καρδιά του σταμάτησε.

Κάποιος μπορεί να ρωτήσει μετά από όλα αυτά τι ακριβώς θέλει να μας πει η ταινία, ποιό είναι το νόημα της. Πρόκειται για την εκπλήρωση μιας παιδικής εμμονής του σκηνοθέτη; Έναν ύμνο στον ιδανικό έρωτα και τη ματαιότητα του; Μια μισογυνιστική φαντασίωση;
Απάντηση δεν υπάρχει. Ή μάλλον υπάρχει μόνο μέσα στον κάθε θεατή. Η συγκεκριμένη ταινία είναι τόσο ανοιχτή σε ερμηνείες, όσο και το γλυκόπικρο φινάλε της. Αυτό είναι άλλωστε και το μεγαλείο της τέχνης, ότι ο καθένας βλέπει ότι θέλει σε αυτήν.
Και στο κάτω, κάτω, είναι προτιμότερο από το να βλέπουμε ταινίες που μας μαθαίνουν πράγματα για τους άλλους, να βλέπουμε ταινίες που μας μαθαίνουν πράγματα για τον εαυτό μας.

Αυτό πάντως που μπορώ να πω προσωπικά με σιγουριά είναι ότι δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη μας συνάντηση, η κομμώτρια και ο εραστής της συνεχίζουν να μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια όποτε τους συναντώ να περιφέρονται σε κάποια μεταμεσονύκτια γωνία ενός ιδιωτικού καναλιού.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου