Τώρα που γκρεμιζόμαστε ως κοινωνία και ως οικονομία, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Δεν ξέρουμε πόσος καιρός θα χρειαστεί για να ξανασηκωθούμε, ούτε με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό. Δεν ξέρουμε τι θα έχει μεσολαβήσει μέχρι τότε, πόσο πάτο θα έχουμε πιάσει.
Τουλάχιστον, ας θυμόμαστε πώς καταντήσαμε έτσι, ώστε, αν έχουμε μνήμη, να μην τα ξανακάνουμε.
Φτιάξαμε ένα αδηφάγο κράτος, που δεν του έφτανε ο προϋπολογισμός του για να λειτουργήσει. Που ήθελε όλο και περισσότερα δανεικά για να πληρώνει τους υπεράριθμους υπαλλήλους του - ψηφοφόρους των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας (δημόσιοι υπάλληλοι) και των κομμάτων της αριστεράς (δημοτικοί υπάλληλοι). Που απορροφούσε ολοένα και περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις («Ολυμπιακή», «Ηλεκτρικός», «΄Εσο», «Πυρκάλ», δίκτυα ύδρευσης, «Πειραϊκή - Πατραϊκή» κλπ) ή ίδρυε εξαρχής δικές του και τις αντιμετώπιζε σαν υπηρεσίες υπουργείων. Που κρατικοποίησε την ορθόδοξη εκκλησία (αποδείχτηκε πανάκριβη). Και που για να τα κάνει αυτά, ήθελε κι άλλα δάνεια. Που έφτιαξε πανεπιστήμια και ΤΕΙ σε κάθε μικρή πόλη, κι ας μην μπορούσαν να λειτουργήσουν. Που είχε το μεγαλύτερο στρατό και στρατιωτικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ (αναλογικά με τον πληθυσμό της). Και που γι΄ αυτά έπαιρνε κι άλλα δάνεια. Που έδινε τρελούς μισθούς και εφάπαξ στους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ και στους δικαστικούς. Που έδινε συντάξεις αναπηρίας και πρόωρες με τη σέσουλα. Που κρατικοποίησε τα πολιτικά κόμματα. Και που για να τα κάνει αυτά, ήθελε ακόμα περισσότερα δάνεια, και μετά κι άλλα δάνεια.
Μέχρι που το διεθνές τραπεζικό σύστημα αρνήθηκε να δανείζει την Ελλάδα.
Και ξέσπασε η κρίση. Κι όταν το κράτος αποδέχτηκε την ύπαρξή της επίσημα, και υπόγραψε το Μνημόνιο, ώστε να δανείζεται χαριστικά με 1.5% τόκο (χάρη στην Ευρ. Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρ. Κεντρική Τράπεζα) επαναπαύτηκε και στάθηκε ανίκανο να προωθήσει τις μεταρρύθμίσεις που πρόβλεπε το Μνημόνιο, έτσι ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση αργότερα. Στα λόγια υπέγραψε πολλά και διάφορα. Στην πράξη, καθυστέρησε και καθυστερεί σε όλα. Δεν άνοιξε επαγγέλματα, δεν κατάφερε να πουλήσει μια ΔΕΚΟ, δε μείωσε εξοπλισμούς. Δεν άγγιξε την ορθόδοξη εκκλησία. Μάλιστα, η πρώτη δήλωση του Βενιζέλου ήταν: «Δεν πειράζουμε την εκκλησία» (αλλά και ο Τσίπρας, για παράδειγμα, τα ίδια λέει). Δεν έκανε τίποτα, ώστε να μειώσει τη γραφειοκρατία (την αυξάνει συνεχώς, στην εποχή του κυβερνοχώρου!) και να φανεί φιλικότερο απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τους απεργούς - καταστροφείς του τουρισμού, για παράδειγμα. Κι έτσι, πάρα πολλές επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν σε κλείσιμο ή μεταφέρθηκαν έξω.
Το ελληνικό κράτος ξεκινάει από ένα δεδομένο: το δεδομένο αυτό δεν είναι δυστυχώς η Ελλάδα ως κοινωνία, αλλά ο εαυτός του ως αυθυπαρξία και αυτοσκοπός. Προκειμένου λοιπόν να μην πειράξει σε τίποτα τον εαυτό του, το ελληνικό κράτος έκανε αυτό που ήξερε πάντα να κάνει: έβαλε και βάζει συνεχώς φόρους, κι άλλους φόρους, και εισφορές, κι άλλες εισφορές. Έτσι, εξουθένωσε όσους ακόμα δουλεύουν νόμιμα, κι έκοψε λεφτά ακόμα κι από τους μικροσυνταξιούχους, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή περαιτέρω ανάπτυξη. Και οι πτωχεύσεις συνεχίζονται, και τα μαγαζιά κλείνουν, και οι απολύσεις πολλαπλασιάζονται και οι συνταξιούχοι απελπίζονται. Και μετά, μιλάνε για υστέρηση εσόδων 3,5 δις. Επαναλαμβάνω: 3,5 δις!
Κι έτσι τώρα γκρεμιζόμαστε. Ίχνη παραγωγικότητας παρατηρούνται στον ιδιωτικό τομέα και σε αρκετούς μη επίορκους εφορειακούς, που μαζεύουν χρήματα για το κράτος (όπως υπάλληλοι με τους οποίους έρχομαι εγώ σ΄ επαφή, στη ΙΔ΄ εφορεία Πατησίων, που όχι μόνο δεν κάνουν «λευκή απεργία» -όπως ίσως κάποιοι άλλοι- μα εργάζονται τίμια και αγόγγυστα). Έτσι κρατιόμαστε ακόμα. Το γκρέμισμα όμως επέρχεται.
Και τι συμπεράσματα βγάζει ο ελληνικός λαός απ΄ αυτό;
Βλέποντας την τελευταία δημοσκόπηση, ο ελληνικός δίνει 13% στο ΚΚΕ. Στο κατ΄ εξοχήν κρατικιστικό κόμμα, τα ομογάλακτα αδέλφια του οποίου χρεοκόπησαν (σ)τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ακριβώς γιατί τα πάντα ήταν κρατικά. Δηλαδή 13% των Ελλήνων θεωρούν ότι η κρίση θα ξεπεραστεί με αποκλειστικά κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό, γιατί αυτό λέει το ΚΚΕ. Το κόμμα αυτό που δηλώνει ότι ήδη από σήμερα θα πρέπει η υγεία και η εκπαίδευση να είναι αποκλειστικά κρατικοί τομείς. Δηλαδή το φροντιστήριο αγγλικών ή ο παθολόγος της γειτονιάς να είναι κι αυτοί δημόσιοι υπάλληλοι. Κι όλα αυτά, ενώ το ίδιο, στις δικές του επιχειρήσεις, εφαρμόζει στυγνό καπιταλισμό αλά Κίνα (την οποία κυβερνάει το ΚΚ).
Άλλο συμπέρασμα που βγάζει ο ελληνικός λαός (τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του) από την κρίση είναι ότι φταίνε οι ξένοι, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι οίκοι αξιολόγησης, η Γερμανία, η κ. Μέρκελ ξεχωριστά και ιδιαιτέρως, οι Εβραίοι, ο Σόρος, το διεθνές κεφάλαιο, οι καθολικοί, οι εν γένει ανθέλληνες και αντιορθόδοξοι κλπ κλπ. Όλοι αυτοί έστησαν την πλεκτάνη και κήρυξαν την Ελλάδα υπό πτώχευση, ώστε ν΄ αρπάξουν τον εθνικό της πλούτο. Γι΄αυτό δε θα πρέπει να δώσουμε τίποτα και ποτέ σε κανέναν (Αυτά δε λένε οι «Σπίθες» και οι «πλατείες»;) Να έχουμε ό,τι έχουμε και να το καμαρώνουμε, στη γυάλα, στα αζήτητα, παρά να γίνει αντικείμενο επιχειρηματικότητας των κακών ξένων και ν΄ ανοίξουν θέσεις εργασίας για ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες Έλληνες. Έτσι δε διώξαμε την «Πιρέλι» και τόσους άλλους κακούς ξένους; Όλοι να φύγουνε, να τ΄ αξιοποιήσουμε μόνοι μας (όπως εμείς μόνο ξέρουμε, σαν τα Ολυμπιακά Ακίνητα ή το αεροδρόμιο του Ελληνικού).
Τρίτο συμπέρασμα είναι ότι φταίνε οι πολιτικοί. Αυτό είναι σωστό, αλλά είναι μισό. Φταίει συνολικά το πολιτικό σύστημα, το ευρύτερο ελληνικό δημόσιο, όχι μόνο οι πολιτικοί με τ΄ αποκρουστικά προνόμια και τις απίστευτες απολαβές τους. Στο σύστημα αυτό, εκτός από τον πολιτικό, μετέχει και ο διορισμένος από τον πολιτικό υπάλληλος - κηφήνας, και ο ψευτοανάπηρος συνταξιούχος που είναι 30 χρονών, και ο παπάς που τον πληρώνω εγώ ο άθεος ως μη όφειλα, και ο υπάλληλος της ΔΕΗ που πουλάει ρεύμα στους γείτονές του και ο γιατρός που παίρνει φακελάκι και το μέλος του ΔΣ της τάδε απίθανης ΔΕΚΟ, και ο μπάχαλος που τα κάνει λίμπα, και ο υπάλληλος της Βουλής με τους 16 μισθους, και ο απεργός που κλείνει τους δρόμους ή εμποδίζει εκείνους που θέλουν να δουλέψουν και ο ακροδεξιός που δέρνει μετανάστες στους δρόμους και το κόμμα που παίρνει την κρατική επιχορήγηση και ο μεσάζων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και ο αριστερός δήμαρχος που βάζει στο δήμο τους συντρόφους του και ο φοιτητοπατέρας με τον πανεπιστημιακό που εμποδίζουν την ίδρυση ιδωτικών πανεπιστημίων και ο επιχειρηματίας που λαδώνει για να κάνει (και κάνει) μπίζνες με το κράτος και ο ματατζής που καταφέρνει το ρόπαλό του επί δικαίων και αδίκων και ο υπάλληλος της ΕΡΤ που εμφανίζεται μόνο όταν μισθοδοτείται. Όλοι αυτοί, σα να είναι συνεννοημένοι, καταστρέφουν την οικονομία και την κοινωνία ή κονομάνε για πάρτη τους πατώντας επί πτωμάτων ή αυξάνουν παράλογα τη βία και άρα αυξάνουν τα δημόσια έξοδα, παράγοντας από τίποτα μέχρι σχεδόν τίποτα. Τέτοια πράγματα, φυσικά, οι πολλοί Έλληνες δεν τα παραδέχονται, γιατί αγγίζουν τους ίδιους, το παιδί τους, το σύντροφό τους. Πιο εύκολο είναι να λένε «τρεις οικογένειες φταίνε» και να καθαρίζουνε με μερικά γιαούρτια στους «ανίκανους» πολιτικούς ή με μερικές μούντζες στη Βουλή.
Τέταρτο συμπέρασμα είναι ότι φταίει ο καπιταλισμός. Αλλά καπιταλισμό έχουν και στην Ολλανδία και στην Ιαπωνία και στο Ισραήλ και στη Δανία και στον Καναδά και στην Πολωνία και στην Ινδονησία και στο Αζερμπαϊτζάν και στη Νορβηγία και στην Ινδία και στην Αυστραλία και στην Κορέα (τη Νότια, φυσικά, η Βόρεια ανήκει στη δυναστεία των Κιμ, των φίλων του ΚΚΕ, και γι΄ αυτό λιμοκτονεί)- κι όμως οι χώρες αυτές πάνε πολύ καλά. Εξάλλου, αναφέρουν συνήθως το αρνητικό παράδειγμα της Αργεντινής. Αλλά η Αργεντινή, μετά από δεκαετίες περονισμού, ήταν ένα είδος Ελλάδας της Ν. Αμερικής με τεράστιο δημόσιο τομέα, εξού και τα ανάλογα αποτελέσματα. Αναφέρουν, επίσης, το μεγάλο δημόσιο τομέα που έχουν οι σκανδιναβικές χώρες: αλλά εκεί η παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων ελέγχεται, το φακελάκι είναι αδιανόητο, η επιχειρηματικότητα δε διώκεται, η εκκλησία δεν είναι κράτος κλπ κλπ.
Πέμπτο συμπέρασμα, ότι φταίει ο φιλελευθερισμός. Εδώ πια, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Μόνο μόνο ένας άσχετος ή εξυπνάκιας μπορεί ν΄ αποκαλεί «φιλελευθερισμό» τον τεράστιο δημόσιο τομέα, την εχθρότητα προς κάθε τι ιδιωτικό και, ιδίως, τη λαίλαπα των φορολογικών μέτρων και εισφορών που κυριαρχεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.
Λύση δεν υπάρχει, νομίζω, «
η πτώσις μας είναι βεβαία» όπως λέει ο Καβάφης. Το θέμα είναι αργότερα, μετά την καταστροφή, όταν θα ξανασυγκροτήσουμε μέσα από τα κομμάτια του το μαγαζί, να μην το ξανακάνουμε υδροκέφαλο. Αμφιβάλλω όμως. Γιατί δεν υπάρχει στο δημόσιο βίο μας ένας πόλος ρεαλισμού / εκσυγχρονισμού / φιλελευθερισμού, ισχυρός και ενιαίος, που να καλλιεργεί τέτοιες ιδέες και να βοηθάει στη διάχυσή τους. Ένας πόλος που να μπορεί ν΄ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες σήμερα ή αύριο.
Μακάρι να κάνω λάθος, μα τέτοιες μελαγχολικές σκέψεις (ξανα)κάνω, καθώς ο κρατικός Λεβιάθαν μας, το τεράστιο δηλαδή συγκρότημα του ευρύτερου ελληνικού δημόσιου, γκρεμίζεται με πάταγο, συμπαρασύροντάς κατά το ηχηρό γκρεμοτσάκισμά του και όσους από μας δεν είχαμε ποτέ καμιά σχέση μαζί του.
Υ.Γ. Η ιστορία δεν άρχισε το ΄81. Αν η ελληνική δεξιά είχε μυαλό, τότε, μετά την πτώση της χούντας
α. δε θα γέμιζε το κράτος μόνο με κομματικούς της φίλους, γιατί ήταν φως φανάρι ότι το ίδιο θα κάνανε κι οι άλλοι, όταν θα κυβερνούσανε (όπως κι έκανε το ΠΑΣΟΚ απ΄το ΄81 και μετά) και θα γινόταν, αναπόφευκτα, ό,τι έγινε
β. δε θα κρατικοποιούσε ιδιωτικές επιχειρήσεις, που επιβάρυναν τον προϋπολογισμό, μια πρακτική που συνέχισε και διόγκωσε το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου.
Υ.Γ.2 Κεφαλίδη, Μητσοτάκης, Μόσιαλος. Κομμάτι αργά το κατάλαβαν οι δύο πρώτοι και παραιτήθηκαν από ένα μέρος των βουλευτικών προνομίων τους. Πάντως το κάνανε, ενώ οι άλλοι 297 το παίζουν κουφοί. Γιατί 297; Γιατί όταν πρωτοέσκασε το θέμα, μόνο «κάποιος Μόσιαλος» ανταποκρίθηκε, όπως είχα γράψει τότε. Ήταν ο πανεπιστημιακός Ηλίας Μόσιαλος, βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, και ήδη κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Ο Δημήτρης Φύσσας γράφει
ένα άρθρο που οφείλουν να διαβάσουν όλοι οι Έλληνες.